πυγμικός

Revision as of 16:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ή, όν, of or for boxing, An.Ox.3.223.

Greek (Liddell-Scott)

πυγμικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πυγμαχίαν, Ἀνέκδ. Ὀξων. 3. 223.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πυγμή
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυγμή και στην πυγμαχία.
επίρρ...
πυγμικῶς Μ
παλεύοντας ως πυγμάχοι.