πυγμικός
From LSJ
Full diacritics: πυγμικός | Medium diacritics: πυγμικός | Low diacritics: πυγμικός | Capitals: ΠΥΓΜΙΚΟΣ |
Transliteration A: pygmikós | Transliteration B: pygmikos | Transliteration C: pygmikos | Beta Code: pugmiko/s |
πυγμική, πυγμικόν, of or for boxing, An.Ox.3.223.
πυγμικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πυγμαχίαν, Ἀνέκδ. Ὀξων. 3. 223.
-ή, -όν, Α πυγμή
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυγμή και στην πυγμαχία.
επίρρ...
πυγμικῶς Μ
παλεύοντας ως πυγμάχοι.