σεισόλοφος

Revision as of 17:45, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, shaking the crest, Hsch. s.v. τινακτοπήληξ.

German (Pape)

[Seite 869] Erkl. von τινακτοπήληξ, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σεισόλοφος: -ον, ὁ σείων τόν λόφον, Ἡσύχ. ἐν λ. τινακτοπήληξ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που σείει το λοφίο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σεισ- του σείω + -λοφος (< λόφος), πρβλ. γεώ-λοφος].