σείω
Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid
English (LSJ)
Il.5.563, etc., poet. σίω Anacr.49: Ep impf.
A σεῖον Od.3.486; Ion. σείασκον (ἀνασ-) h.Ap.403 (v.l. ἀνασσείσασκε): fut. σείσω LXX Is.10.14, (δια-) Hdt.6.109, (ἐπι-) E.Or.613: aor. ἔσεισα S.El.713, Ar.Ach.12, etc.; Ep. σεῖσα Il.15.321: pf. σέσεικα (κατα-) Philem.84, (ἐν-) Luc.Merc.Cond.30:—Med., aor. ἐσεισάμην (ἀπ-) Thgn.348, Hdt.7.88, Ar.Nu.287, Pl.Grg. 484a; Ep. σείσατο Il.8.199, ἐσείσατο Call.Ap.1, etc.:—Pass., aor. ἐσείσθην Hdt.6.98, etc.: pf. σέσεισμαι Pi.P.8.94, Ar.Nu.1276:—shake, move to and fro, Hom. (esp. in Il.); σ. ἐγχείας, ἔγχεα, μελίην, shake the poised spear, Il.3.345, 13.135 (Pass.), 22.133, etc.; αἰγίδα 15.321; σανίδας σ. shake the door, 9.583; of chariot horses, σεῖον ζυγὸν ἀμφὶς ἔχοντες Od.3.486; σ. λόφον, of a warrior, Alc.22, A.Th.385; ἡνίας χεροῖν σ. S.El.713; χαλινούς E.IA151 (anap.); σ. χαίτην, etc., Anacr.49, E.Cyc.75 (lyr.), Med.1191; εὔπτερον δέμας Id.Ion1204; κάρα σ., as sign of discontent, S.Ant.291; but of one dancing, E.Ba. 185; ἄκρᾳ τῇ οὐρᾷ σ. X.Cyn. 3.4.
2 of earthquakes, which were attributed to Poseidon (cf. Pl.Cra.403a), ὅστις νομίζει Ποσειδέωνα τὴν γῆν σείειν Hdt.7.129; without τὴν γῆν, αὐτοῖς ὁ Ποσειδῶν σείσας ἐμβάλοι οἰκίας Ar.Ach.511, cf. Lys.1142; βρονταῖς χθόνα σ. Id.Av.1752; ἔσεισεν ὁ θεός X.HG4.7.4: also impers., ἔσεισεν there was an earthquake, Th.4.52.
3 metaph., agitate, disturb, πόλιν Pi.P.4.272; τὰ πόλεος.. θεοὶ πολλῷ σάλῳ σείσαντες ὤρθωσαν πάλιν S.Ant.163; σ. τὴν καρδίαν turn the stomach, Ar.Ach.12; σ. τὴν κεφαλήν cause a concussion of.., Hp. Prorrh.1.143, v. infr. 11.2:—Pass., ἐσείσθη τὴν καρδίαν Philostr.VS2.1.11.
4 in Att., accuse falsely or spitefully, so as to extort hushmoney, blackmail, σ. καὶ ταράττων Ar.Eq.840, cf. Telecl.2; ἔσειον τοὺς παχεῖς καὶ πλουσίους Ar.Pax639; ἑτέρους τῶν ὑπευθύνων ἔσειε καὶ ἐσυκοφάντει Antipho 6.43, cf. BGU428.9 (ii A.D.); so perhaps σείειν κατ' ἀγοράν Alciphr.3.70 (s. v.l.):—Pass., to be extorted, POxy. 1252r.37 (iii A.D.).
II Pass., shake, heave, quake, of the earth, ἐσσείοντο πόδες Ἴδης Il.20.59; Δῆλος.. πρῶτα καὶ ὕστατα.. σεισθεῖσα Hdt.6.98: metaph., to be shaken to its foundation, τὸ τερπνὸν πιτνεῖ.. σεσεισμένον Pi.P.8.94; οἷς.. ἂν σεισθῇ θεόθεν δόμος S.Ant.584 (lyr.).
2 generally, move to and fro, Il.14.285; φαεινὴ σείετο πήληξ 13.805; κόμαι σείονται Ar.Lys.1312; ὄρχος σειόμενος φύλλοισι an orchard waving with foliage, Hes.Sc.[299]; ὀδόντων οἱ πλεῦνες ἐσείοντο his teeth were loose, Hdt.6.107; σεισθῆναι σάλῳ E.IT46; τὸν ἐγκέφαλον σεσεῖσθαι Ar.Nu.1276; ὁκόσων ἂν σεισθῇ ὁ ἐγκέφαλος Hp.Aph.7.58; σείεσθαι τὴν ὄψιν Thphr. Vert.8.
III Med., shake something of one's own, from oneself, etc., σεισαμένας πτερὰ ματρός Theoc.13.13; σ. γυίων ἄπο νήχυτον ἅλμην A.R.4.1367; σ. πλοκαμῖδας AP5.272 (Agath.).
2 shake oneself, shake, stir, Ἥρη σείσατο εἰνὶ θρόνῳ Il.8.199; ἐσείσατο δάφνινος ὄρπηξ Call.Ap.1.
German (Pape)
[Seite 869] Endung der Verba, die ein Verlangen zu einer Handlung ausdrücken, desiderativa, vom fut. abzuleiten, πολεμέω, πολεμήσω, πολεμησείω.
French (Bailly abrégé)
f. σείσω, ao. ἔσεισα, pf. inus.
Pass. ao. ἐσείσθην, pf. σέσεισμαι;
A. tr. I. au propre secouer, agiter ; particul. :
1 agiter (des rênes, l'égide, une javeline, un bouclier, etc.);
2 ébranler en parl. d'un tremblement de terre : σείει ὁ θεός (s.e. τὴν γῆν) XÉN la divinité ébranle la terre ; • impers. ἔσεισε THC il y eut un tremblement de terre ; Pass. être ébranlé, vaciller, trembler;
II. fig. ébranler, troubler, agiter (une ville, une maison, etc.), acc.;
B. intr. s'agiter, se remuer : τῇ οὐρᾷ XÉN remuer la queue ; flatter;
Moy. σείομαι (ao. ἐσεισάμην);
1 tr. agiter, secouer (la tête, des ailes, etc.);
2 intr. s'agiter.
Étymologie: DELG étym. difficile.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σείω, ep. imperf. σεῖον, med. 3 sing. σείετο; poët. aor. med. 3 sing. (ἐ)σείσατο; aor. - θη ἐσείσθη; perf. σέσεικα met acc. heen en weer bewegen, schudden, schokken:; σείων ἐγχείην zijn speer heen en weer bewegend Il. 5.563; ook med..; σείοντ’ ἐγχείας zij schudden met hun speren Il. 3.345; κάρα σείοντες hun hoofden schuddend Soph. Ant. 291; σείοντα κλάδον met een tak zwaaiend Eur. Ba. 308; θύελλα σείει δῶμα een stormwind doet het huis trillen Eur. HF 905; spec. van aardbevingen; ἔσεισεν ὁ θεός de godheid deed (de aarde) trillen Xen. Hell. 4.7.4; onpers..; ἔσεισε er vond een aardbeving plaats Thuc. 4.52.1; pass. (als passief gevoeld door goddelijke oorsprong aardbevingen). πάντες δ’ ἐσσείοντο πόδες... Ἴδης de Ida daverde op haar grondvesten Il. 20.59; χθονὸς δὲ νῶτα σεισθῆναι σάλωι de aardkorst werd geschokt door een aardbeving Eur. IT 46; Δῆλος ἐκινήθη... καὶ πρῶτα καὶ ὕστατα μέχρι ἐμέο σεισθεῖσα er was een aardbeving op Delos … dat voor de eerste en de laatste keer tot mijn tijd toe een aardschok meemaakte (geschokt werd) Hdt. 6.98.1. overdr. in opschudding brengen:; τὰ... πόλεος... θεοί... σείσαντες toen de goden de stad in opschudding hadden gebracht Soph. Ant. 163; intimideren:. ἔσειον τοὺς παχεῖς καὶ πλουσίους zij trachtten de rijke en welvarende (bondgenoten) te intimideren Aristoph. Pax 639. intrans. med.-pass. met aor. ἐσεισάμην en (laat) ἐσείσθην schudden, schokken:; σείσατο δ’ εἰνὶ θρόνῳ zij schudde op haar troon Il. 8.199; ἀμφὶ δέ οἱ κροτάφοισι... σείετο πήληξ om zijn slapen schudde zijn helm Il. 13.805; τῶν ὀδόντων οἱ πλεῦνες ἐσείοντο de meeste van zijn tanden stonden los Hdt. 6.107.3; παρ’ αὐχένα σείετ’ ἔθειρα de haardos wapperde langs de hals Theocr. Id. 5.91; overdr. beven:. ἀπὸ δὲ τοῦ φόβου αὐτοῦ ἐσείσθῆσαν zij beefden van angst NT Mt. 28.4.
Russian (Dvoretsky)
σείω: дезидеративный глагольный суффикс, напр., в πολεμησείω, γελασείω (ср. лат. -urio).
поэт. Anacr. тж. σίω (fut. σείσω, aor. ἔσεισα; pass.: aor. ἐσείσθην, pf. σέσεισμαι)
1 трясти, потрясать, качать (ἔγχος, αἰγίδα Hom.; λόφον Aesch.; ἡνίας χεροῖν Soph.; κόμην Eur.; τὴν γῆν καὶ τὸν οὐρανόν NT): σ. εὔπτερον δέμας Eur. (за)махать крыльями; σ. τῇ οὐρᾷ Xen. махать хвостом; τῶν ὀδόντων οἱ πλεῦνες ἐσείοντο Her. большинство зубов расшаталось; κάρα σ. Soph. качать головой; πλοκαμῖδας σείεσθαι Anth. тряхнуть своими кудрями; σ. τὴν γῆν или χθόνα Arph. колебать землю; τοῦτ᾽ ἔσεισέ μου τὴν καρδίαν Arph. это потрясло мое сердце; σεισθῆναι σάλῳ Eur. всколебаться, закачаться; ὄρός σειόμενος φύλλοισιν Pind. колышущий своей листвою сад; Ἣρη σείσατο εἰνὶ θρόνῳ Hom. Гера заметалась на престоле; impers. σείει Thuc., Xen. происходит землетрясение;
2 волновать, приводить в смятение (πόλιν Pind.): τὰ πόλεως πολλῷ σάλῳ σ. Soph. повергнуть город в сильную смуту; τὸν ἐγκέφαλον σεσεῖσθαι Arph. заболеть умопомешательством;
3 возбуждать, подстрекать (τὴν πόλιν εἴς τι Plut.);
4 перен. вытряхивать, т. е. вымогать деньги, обирать (τοὺς πλουσίους Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
σείω: κατάληξις τῶν ῥημάτων τῶν δηλούντων ἐπιθυμίαν ἢ σκοπόν, τῶν ἐφετικῶν καλουμένων· ὡς ἐν τῇ Λατ. ἡ κατάληξις -urio. Σχηματίζονται δὲ ταῦτα ἐκ τοῦ μέλλοντος τῶν πρωτοτύπων ῥημάτων, οἷον γελασείω, παραδωσείω, πολεμησείω, κτλ.
English (Autenrieth)
ipf. σεῖον, aor. σεῖσε, part. σείσᾶσα, pass. pres. part. σειόμενος, ipf. σείετο, ἐσσείοντο, mid. aor. σείσατο: shake, brandish; σανίδας, of no gentle knocking, Il. 9.583 ; ζυγόν, of horses as they run, Od. 3.486; pass. often, of spears, a forest, Il. 14.285; mid., ‘moved herself,’ Il. 8.199.
English (Slater)
σείω shake ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν σεῖσαι καὶ ἀφαυροτέροις (P. 4.272) οὕτω δὲ καὶ πίτνει χαμαί, ἀποτρόπῳ γνώμᾳ σεσεισμένον (sc. βροτῶν τὸ τερπνόν) (P. 8.94)
Spanish
English (Strong)
apparently a primary verb; to rock (vibrate, properly, sideways or to and fro), i.e. (generally) to agitate (in any direction; cause to tremble); figuratively, to throw into a tremor (of fear or concern): move, quake, shake.
English (Thayer)
future σείσω (L T Tr WH); passive, present participle σειόμενος; 1st aorist ἐσείσθην; from Homer down; the Sept. chiefly for רָעַשׁ; to shake, agitate, cause to tremble: τήν γῆν, ἐσείσθη ἡ γῆ, σεισθῆναι ἀπό φοβοῦ, of men, to be thrown into a tremor, to quake for fear, to agitate the mind: ἐσείσθη ἡ πόλις (R. V. was stirred) i. e. its inhabitants ἀνασείω, διασείω, κατασείω.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και σείνω και σείω και μεσοπαθ. σειέμαι Ν, και ποιητ. τ. σίω Α
1. κινώ κάτι προς τα εδώ και προς τα εκεί κατ' επανάληψη, ανακινώ, ταλαντεύω, ταρακουνώ, δονώ (α. «καὶ σείσει τὸ κοντάριν του», Πρόδρ.
β. «Θρηικίην σιόντα χαίτην», Ανακρ.)
2. παθ. σείομαι και σειέμαι
υφίσταμαι δόνηση, υφίσταμαι σεισμό (α. «σείστηκε η γη ολόκληρη» β. «Δῆλος... πρῶτα καὶ ὕστατα σεισθεῖσα», Ηρόδ.)
νεοελλ.
μέσ. σειέμαι
κουνιέμαι όταν περπατώ ή χορεύω, είμαι κουνιστός και λυγιστός («σειέται και κουνιέται»)
αρχ.
1. ιατρ. επιφέρω διάσειση
2. (αττ. δίκ.) εκβιάζω κάποιον συκοφαντώντας τον για να πάρω χρήματα («ἑτέρους τῶν ὑπευθύνων ἔσειε καὶ ἐσυκοφάντει», Αριστοφ.)
3. απρόσ. σείει
γίνεται σεισμός
4. μέσ. κουνιέμαι, ταλαντεύομαι από μόνος μου
5. φρ. «κάρα σείω» — κουνώ το κεφάλι μου ως ένδειξη δυσαρέσκειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σείω ανάγεται στην ΙΕ ρίζα tweis- «ταράζω, διεγείρω, ταρακουνώ» (στην Ελληνική το συμφωνικό σύμπλεγμα tw- συριστικοποιήθηκε: tw > σσ- > σ-, πρβλ. ομηρ. ἐσσείοντο, ἐπισσείω) και συνδέεται με αρχ. ινδ. tveşati «ταρακουνώ», το οποίο στη μέση φωνή tviş έχει σημ. «διεγείρομαι, ανάβω, λάμπω» (βλ. λ. Σείριος). Το σύστημα του ρ. σείω στηρίζεται στο θ. σει(σ)- (πρβλ. σειστός, σεῖσις, σεισμός, σεῖστρον, σείσων), εκτός από το αρχ. σύνθ. με φωνηεντισμό -ο- δορυ-σσόος (για τα σύνθ. σε -σόος βλ. λ. σεύομαι και σώζω) και τη μτχ. αορ. σιόντα, η ύπαρξη της οποίας θεωρείται αμφίβολη. Η οικογένεια του ρ. σείω με γενικότερη σημ. «κινώ κάτι κατ' επανάληψη, ταρακουνώ, ταλαντεύω» χρησιμοποιήθηκε ευρέως στο τεχνικό λεξιλόγιο προς δήλωση τών δονήσεων της γης (πρβλ. λ. σεισμός).
ΠΑΡ. σείση(-ις), σείσμα, σεισμός, σειστής, σειστός, σείστρο(ν)
αρχ.
σείσων
νεοελλ.
σείσιμο.
ΣΥΝΘ. (Α
συνθετικό) σεισάχθεια, σεισοπυγίδα(-ίς)
αρχ.
σεισίχθων, σεισοκέφαλος, σεισόλοφος. (Β' συνθετικό) ανασείω, αποσείω, διασείω, εκσείω, επισείω, κατασείω, υποσείω
αρχ.
ενσείω, προσείω.
Greek Monotonic
σείω: Επικ. παρατ. σεῖον, μέλ. σείσω, αόρ. αʹ ἔσεισα, παρακ. σέσεικα — Παθ., αόρ. αʹ ἐσείσθην, παρακ. σέσεισμαι·
I. 1. ταρακουνώ, κινώ πέρα δώθε, σείω, δονώ, πάλλω, σε Όμηρ.· σείω ἔγχος, μελίην, κουνώ το ξίφος πάνω-κάτω, σε Ομήρ. Ιλ.· κάρασείω, ως σημάδι δυσαρέσκειας, σε Σοφ.· επίσης, σείειν τῇ οὐρᾷ, σε Ξεν.
2. λέγεται για σεισμούς, που αποδίδονταν στον Ποσειδώνα, σε Ηρόδ.· απόλ., σείσας, από σεισμό, σε Αριστοφ.· απρόσ. σείει, γίνεται σεισμός, σε Θουκ., Ξεν.
3. μεταφ., ανακινώ, αναστατώνω, κλονίζω, ταράζω, σε Πίνδ., Σοφ.
4. στην Αττ., επιρρίπτω ψευδή κατηγορία ή κατηγορώ, συκοφαντώ ψευδώς επίτηδες για να αποσπάσω εκβιαστικά χρήματα και να σιωπήσω, σε Αριστοφ.· πρβλ. Λατ. concutio.
II. 1. Παθ., κλονίζομαι, τινάζομαι, αναταράζομαι, λέγεται για τη γη, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· μεταφ., συγκλονίζομαι μέχρι τα θεμέλια· τὸ τερπνὸν πιτνεῖ σεσεισμένον, σε Πίνδ.· οἷς ἂν σεισθῇ θεόθεν δόμος, σε Σοφ.
2. γενικά, κινούμαι πέρα-δώθε, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., ὀδόντες ἐσείοντο, έτριζαν τα δόντια του, σε Ηρόδ.· σεισθῆναι σάλῳ, σε Ευρ.
III. 1. Μέσ., κινώ κάτι από μόνος μου, σε Θεόκρ., Ανθ.
2. όπως το Παθ., κινούμαι, κουνιέμαι, σαλεύω, σειέμαι, σε Ομήρ. Ιλ.
• σείω: κατάληξη ρημάτων που εκφράζουν επιθυμία, εφετικών ρημάτων, όπως η Λατ. -urio. Σχηματίζονται από τον μέλ., όπως τα δρασείω από δράσω, γελασείω από γελάσομαι.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: shake, agitate, sway, midd. a. pass. also to quake, to shiver.
Other forms: (ep. ἐπι-σσείω, s. bel.), aor. σεῖσαι (Il.), aor. 2. ptc. acc. σιόντα (Anacr.), pass. σεισθῆναι, fut. σείσω (IA.), perf. midd. σέσεισμαι (Pi. etc.), act. σέσεικα (hell. a. late).
Compounds: Very often w. prefix, e.g. ἀνα-, κατα-, ἀπο-, δια-, ἐν-, ἐπι-. -- Some compp., e.g. σεισ-άχθεια (: *σεισ-αχθής) f. burden-, i. e. the casting off of debts, des. of a law of Solon. (Arist., Plu. a. o.); δορυ-σσόος, s. δόρυ and Schwyzer 450 n. 4.
Derivatives: 1. σεῖ-σις (ἀπό-, κατά- a. o.) f. shaking (medic. a.o.); 2. -σμός (ἀνα-, δια- a.o.) m. shock, earthquake, extortion (IA.) with -σμώδης earthquake-like (late); 3. -σμα (παρά-, διά- a.o.) f. shaking (LXX), extortion (pap.) with -σματίας m. concerning an earthquake (D. L., Plu.; Chantraine Form. 95); 4. -στρον n. rattle, Lat. sistrum (Delos IIa, Plu. a.o.); -στρος m. plantname Rhinanthus maior (Arist., Plu.; after the trembling fruit-group, Strömberg 77); 5. -σων, -σωνος m. "shaker", kind of vase (middl. com.; as καύσων, s. on καίω w. lit.); 6. -στης m. kind of earthquake (Lyd.); 7. -στός shaken (Ar.), rattling, of ear-pendants (Delos III--IIa).
Origin: IE [Indo-European] [1099] *tu̯ei(s)- excite, sparkle
Etymology: Except the isolated zero-grade ptc. σιόντα, which because of the form σείω that stands beside it must be taken as aorist, and the ablauting nominal -(σ)σόος, the whole system is built on a full grade σει(σ)-. The geminate in ep. ἐπι-σσείω, ἐ-σσείοντο shows an orig. consonantgroup, so that σείω from *tu̯eis-ō can be identified with Skt. tvéṣati (gramm.) excite, almost only midd. be excited, inflame, sparkle (rejecteing Wackernagel KZ 25, 277 = Kl. Schr. 1, 221). The two languages have developped diff. in this sense, that in OInd. the middle forms have become almost completely dominating and the zero grades (e.g. ipf. 3. pl. a-tvis-anta, perf. 3. sg. ti-tviṣ-é) strongly predominate. -- Beside this stands in Iran. forms without -s- and in slightly deviating meaning, e.g. Av. ʮway-ah- n., ʮwy-ā f. fright, danger (IE *tu̯ei-os-, *tu̯i-ā), thus with -s- in ʮwaēšah- n. fear. A further member of this group is supposed in Σείριος, s. v. w. lit.; see also Mayrhofer s. tvéṣati.
Middle Liddell
I. to shake, move to and fro, Hom.; σε. ἔγχος, μελίην to shake the poised spear, Il.; κάρα σει., in sign of discontent, Soph.:—also, σείειν τῆι οὐρᾶι Xen.
2. of earthquakes, which were attributed to Poseidon, Hdt.; absol., σείσας by an earthquake, Ar.: impers., σείει there is an earthquake, Thuc., Xen.
3. metaph. to shake, agitate, disturb, Pind., Soph.
4. in Attic, to accuse falsely or spitefully, so as to extort hush-money, Ar.; cf. Lat. concutio.
II. Pass. to shake, heave, quake, of the earth, Il., Hdt.:—metaph. to be shaken to its foundation, τὸ τερπνὸν πίτνει σεσεισμένον Pind.; οἷς ἂν σεισθῆι θεόθεν δόμος Soph.
2. generally, to move to and fro, Il.: Pass., ὀδόντες ἐσείοντο his teeth were loosened, Hdt.; σεισθῆναι σάλωι Eur.
III. Mid. to shake something of one's own, Theocr., Anth.
2. like Pass. to shake oneself, to shake, Il.
Frisk Etymology German
σείω: {seíō}
Forms: (ep. ἐπισσείω, s. u.), Aor. σεῖσαι (seit Il.), Aor. 2. Ptz. Akk. σιόντα (Anakr.), Pass. σεισθῆναι, Fut. σείσω (ion. att.), Perf. Med. σέσεισμαι (Pi. usw.), Akt. σέσεικα (hell. u. sp.),
Grammar: v.
Meaning: schütteln, erschüttern, schwingen, Med. u. Pass. auch beben, zittern.
Composita: sehr oft m.Präfix, z.B. ἀνα-, κατα-, ἀπο-, δια-, ἐν-, ἐπι-, — Einige Kompp., z.B. σεισάχθεια (:*σεισαχθής) f. ‘Last-’, d. h. Schuldenabschüttelung, Bez. eines solon. Gesetzes (Arist., Plu. u. a.); δορυσσόος, s. δόρυ und Schwyzer 450 A. 4.
Derivative: Ableitungen: 1. σεῖσις (ἀπό-, κατά- u. a.) f. das Schütteln (Mediz. u.a.); 2. -σμός (ἀνα-, δια- u.a.) m. Erschütterung, Erdbeben, Erpressung (ion. att.) mit -σμώδης ‘erdbeben-ähnlich’ (sp.); 3. -σμα (παρά-, διά- u.a.) f. das Schütteln (LXX), Erpressung (Pap.) mit -σματίας m. auf ein Erdbeben bezüglich (D. L., Plu.; Chantraine Form. 95); 4. -στρον n. Klapper, lat. sistrum (Delos IIa, Plu. u.a.); -στρος m. Pfi.name Rhinanthus maior (Arist., Plu.; nach dem zitternden Fruchtstand, Strömberg 77); 5. -σων, -σωνος m. "Rüttler", Art Gefäß (mittl. Kom.; wie καύσων, s. zu καίω m. Lit.); 6. -στης m. Art Erdbeben (Lyd.); 7. -στός erschüttert (Ar.), schüttelnd, von Ohrgehängen (Delos III—IIa).
Etymology: Mit Ausnahme von dem isolierten schwachstufigen Ptz. σιόντα, das wegen des danebenstehenden σείω als Aorist zu gelten hat, und dem ablautenden nominalen -(σ)σόος, ist das ganze System auf einem hochstufigen σει(σ)- aufgebaut. Die Geminata in ep. ἐπισσείω, ἐσσείοντο verrät eine ursprüngliche Konsonantengruppe, wodurch sich σείω aus *tu̯eis-ō mit aind. tvéṣati (Gramm.) erregen, fast nur Med. erregt sein, entflammen, funkeln identifizieren läßt (ablehnend Wackernagel KZ 25, 277 = Kl. Schr. 1, 221). Die beiden Sprachen haben sich aber insofern stark voneinander getrennt, als im Aind. die medialen Formen fast alleinherrschend sind und die schwundstufigen (z.B. Ipf. 3. pl. a-tvis-anta, Perf. 3. sg. ti-tviṣ-é) stark überwiegen. — Daneben stehen im Iran. Formen ohne -s- und in etwas abweichender Bed., z.B. aw. ϑway-ah- n., ϑwy-ā f. Schrecken, Gefahr (idg. *tu̯ei-os-, *tu̯i-ā), ebenso mit -s- in ϑwaēšah- n. Furcht, Angst. Ein weiterer Ableger dieser Sippe wird in Σείριος vermutet, s. d. m. Lit.; dazu noch Mayrhofer s. tvéṣati.
Page 2,689
Chinese
原文音譯:se⋯w 些哦
詞類次數:動詞(5)
原文字根:震 相當於: (חָרַד) (רָגַז) (רָעַשׁ)
字義溯源:搖滾,搖動*,震動,驚動,亂戰,發抖,戰慄,渾身亂戰,移動。參讀 (ἀνασείω)同義字
同源字:1) (ἀνασείω)煽動 2) (διασείω)徹底的搖動 3) (κατασείω)向下擺動 4) (σαίνω / σιαίνομαι)搖擺 5) (σεισμός)震動 6) (σείω)搖滾
出現次數:總共(5);太(3);來(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 搖動(1) 啓6:13;
2) 要震動(1) 來12:26;
3) 渾身亂戰(1) 太28:4;
4) 震動(1) 太27:51;
5) 都驚動了(1) 太21:10
Mantoulidis Etymological
(=κουνῶ, κλονίζω). Θέμα σεισ + ω = σείσω καί μέ ἀποβολή τοῦ σ ἀνάμεσα σέ δύο φωνήεντα → σείω. Ἴσως ἔχει σχέση μέ τά σάλος, σαλεύω, ἤ μέ τά σαίνω, σεύω.
Παράγωγα: σεῖσις (=κούνημα), διάσεισις, σεισάχθεια, σεῖσμα, σεισμός, σεισοπυγίς (=σουσουράδα), σείστης, σειστός, ἄσειστος, ἀδιάσειστος, διάσειστος, σεῖστρον (=ὄργανο πού κάνει κρότο), σείσων (=καβουρντιστήρι).
Léxico de magia
agitar, sacudir πῦρ δὲ ἀνάψας ἔχε μυρσίνης κλάδον ... σείων tras encender el fuego, sostén un ramo de mirto agitándolo P I 73 como acción de la divinidad καὶ ἐλεύσεταί σοι τὸ θεῖον πρὸ αὐτοῦ σείων ὅλον τὸν οἶκον καὶ τὸν τρίποδα y vendrá a ti la divinidad sacudiendo ante sí misma toda la casa y el trípode P III 193 ὁ σείσας καὶ σείων τὴν οἰκουμένην, ... καὶ καθ' ἡμέραν ἐξαίρων τὸν κύκλον τοῦ ἡλίου καὶ τῆς σελήνης el que agitó y agita la tierra, el que cada día eleva el círculo del sol y de la luna P IV 1323 P V 443 ὁ βροντῶν, ὁ σείων τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, ὁ καταπεπωκὼς τὸν ὄφιν el que truena, el que agita el cielo y la tierra, el que ha devorado a la serpiente P VII 300 P VII 366 σὺ εἶ ὁ σείων, σὺ εἶ ὁ πάντα στρέψας καὶ ἐπανορθώσας πάλιν tú eres el que agita, tú eres el que todo lo revuelve y de nuevo lo pone en pie P XII 60 P IV 1162 ref. a Tifón ὁ σείσας τὸν κόσμον, ἐπικαλοῦμαί σε, τὸν μέγαν Tυφῶνα el que sacude el cosmos, te invoco a ti, el gran Tifón P IV 3266 P XII 369 ref. a Selene ἡ φοβερῶν ὀφίων χαίτην σείουσα μετώποις la que agita una cabellera de terribles serpientes sobre tu rostro P IV 2800
Lexicon Thucydideum
impers. impersonal movere, to move, set in motion (de terra concerning land), 4.52.1,
PASS. moveri, to be moved, be disturbed, 2.8.3.