σημαλέος
English (LSJ)
α, ον, (σῆμα) giving a sign, epithet of Zeus, who sends signs by thunder, Paus.1.32.2.
German (Pape)
[Seite 874] ein Zeichen, Vorzeichen gebend, Beiwort des Zeus, der im Donner Zeichen giebt, Pausan. 1, 32, 2, zw.
Greek (Liddell-Scott)
σημᾰλέος: -α, -ον, (σῆμα) ὁ δηλῶν διὰ σημείων, ἐπίθετ. τοῦ Διός, ὅστις δίδει σημεῖα διὰ τῆς βροντῆς, Παυσ. 1. 32, 2.
Greek Monolingual
-α, -ον, Α
φρ. «Σημαλέος Ζεύς» — ο Ζευς που δίνει σημεία με την βροντή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῆμα + επίθημα -αλέος (πρβλ. γηρ-αλέος, ρωμ-αλέος)].