σεληνόβλητος

Revision as of 17:47, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, moonstruck, epileptic, Sch.Ar.Nu.397.

German (Pape)

[Seite 870] vom Monde getroffen, d. i. mondsüchtig, Schol. Ar. Nubb. 397.

Greek (Liddell-Scott)

σεληνόβλητος: -ον, βεβλημένος ὑπὸ τῆς σελήνης, ἐπιληπτικός, σεληνιαζόμενος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 398.

Greek Monolingual

-ον, Α
σεληνόπληκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + -βλητος (< βάλλω), πρβλ. πετρό-βλητος].