σημήϊον

Revision as of 17:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

τό, Ion. for σημεῖον. σημιαφόρος, v. σημειοφόρος.

German (Pape)

[Seite 875] τό, ion. statt σημεῖον, oft bei Her.

French (Bailly abrégé)

ion. c. σημεῖον.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλ. σημείο.

Greek Monotonic

σημήϊον: τό, Ιων. αντί σημεῖον.

Russian (Dvoretsky)

σημήϊον: τό ион. = σημεῖον.