σιτοπαραλήμπτης

Revision as of 17:59, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ου, ὁ, receiver of corn-dues, BGU81 (ii A.D.), etc.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που παραλαμβάνει τις οφειλόμενες εισφορές σίτου, υπάλληλος της κρατικής αποθήκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + παραλημπτής, άλλος τ. του παραλήπτης (< παραλαμβάνω)].