σκοτόφρων

Revision as of 18:05, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. φρονος, dark-minded, gloss on the pr.n. Λυκόφρων, Sch.Lyc.1p.9Bachmann.

Greek (Liddell-Scott)

σκοτόφρων: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων φρένας σκοτεινάς, - ὄνομα σκωπτικὸν σχηματισθέν κατὰ μίμησιν τοῦ κυρίου ὀνόματος Λυκόφρων, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 1.

Greek Monolingual

-ότοφρον, Α
αυτός που έχει σκοτεινή τη διάνοια, που σκέπτεται με τρόπο σκοτεινό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σκωπτική λ. που σχηματίστηκε κατά μίμηση του κύριου ον. Λυκόφρων < σκότος + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].