σοροεργός

Revision as of 18:05, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

όν, coffinmaking, τέχνης κανονίσματα Man.4.191.

German (Pape)

[Seite 913] Särge machend, σοροεργὰ τέχνης καινίσματ' ἔχοντες Maneth. 4, 191.

Greek (Liddell-Scott)

σοροεργός: -όν, (*ἔργω) ὁ κατασκευάζων σορούς, νεκροθήκας, φέρετρα, τεχνάσματα Μανέθων 4. 191.

Greek Monolingual

-όν, Α
σοροπηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σορός + -εργός (< ἔργον), πρβλ. λιθο-εργός].