συγκέλλω

Revision as of 18:25, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

push together, Opp.H.5.602.

German (Pape)

[Seite 967] zusammentreiben, hineinthun, στρόμβους συγκέλσαντες Opp. Hal. 5, 602.

Greek (Liddell-Scott)

συγκέλλω: ὠθῶ ὁμοῦ, συνωθῶ, σπρώχνω, Ὀππ. Ἁλ. 5. 602.

Greek Monolingual

Α
μαζεύω κάτι στο ίδιο μέρος μαζί με άλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κέλλω «κινώ, προχωρώ»].

Greek Monolingual

Α
μαζεύω κάτι στο ίδιο μέρος μαζί με άλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κέλλω «κινώ, προχωρώ»].