προχωρώ
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
Greek Monolingual
προχωρῶ, προχωρέω, ΝΜΑ
1. βαδίζω ή κινούμαι προς τα εμπρός (α. «προχωρείτε, παρακαλώ» β. «με φωνήν που καταπείθει προχωρώντας ομιλείς», Σολωμ.
γ. «πρὸς ἐμὴν χεῖρα προχωρῶν», Σοφ.)
2. (για χρόνο) περνώ, κυλώ, φεύγω (α. «η νύχτα είχε προχωρήσει» β. «τοῦ αἰῶνος προκεχωρηκότος», Ξεν.)
3. (για περιπτώσεις υπερβολής) φθάνω (α. «προχώρησες πάρα πολύ, το παράκανες» β. «ἐς πᾶν τρυφῆς προυχώρησε», Δίων Κάσσ.)
4. (για κυβερνήσεις, καταστάσεις, επιχειρήσεις) τείνω ή φτάνω σε μια καλή ή κακή έκβαση (α. «το πρόγραμμα σταθεροποιήσεως της οικονομίας δεν προχωρεί ικανοποιητικά» β. «οὕτως ὠμὴ ἡ στάσις προυχώρησε», Θουκ.
γ. «Ἴωσι προχωρησάντων ἐπὶ μέγα τῶν πραγμάτων», Θουκ)
5. έχω ευνοϊκή εξέλιξη, πάω καλά, πάω μπροστά (α. «έχεις προχωρήσει στα αγγλικά;» β. «τίποτε δεν προχωρεί τα τελευταία χρόνια» γ. «τὸ ἔργον καίπερ μέγα ὄν προυχώρησεν», Θουκ.)
αρχ.
1. (για τόπο) είμαι στραμμένος προς μια κατεύθυνση («οἶκος εἰς βορρᾱν προκεχωρηκώς», Λουκιαν.)
2. (για νόμισμα) έχω πέραση, κυκλοφορώ
3. (σχετικά με χρήματα) διαθέτω, ξοδεύω
4. εισάγομαι
5. (για εμπορεύματα) πουλιέμαι, έχω αγοραστές
β. (για οιωνούς) είμαι ευνοϊκός
7. βγαίνω μπροστά για να δημηγορήσω
8. φρ. απρόσ. προχωρεί μοι
α) εξελίσσεται κάτι ευνοϊκά για μένα («ὡς οἱ δόλῳ οὐ προχώρεε», Ηρόδ.)
β) είναι εύκολο για μένα, μέ βολεύει («ῥίψαντες ὡς ἑκάστοις προυχώρει», Αρρ.).
Translations
advance
Bulgarian: напредвам; Danish: avancere; Esperanto: progresi; Finnish: edetä; French: progresser; Greek: προχωρώ, προχωράω, εξελίσσομαι; Ancient Greek: προβαίνω, προέρχομαι, προποδίζω, προχωρέω, χωρέω, χωρῶ; Hungarian: halad; Italian: avanzare; Latin: proficio; Portuguese: seguir; Romanian: progresa; Thai: ก้าวหน้า