συγκατηρεφής
English (LSJ)
ές, quite covered, Lyc.1280.
German (Pape)
[Seite 966] ές, ganz bedeckt, Lycophr. 1279.
Greek (Liddell-Scott)
συγκατηρεφής: -ές, πανταχόθεν κατηρεφής, κεκαλυμμένος, Λυκόφρ. 1280
Greek Monolingual
-ές, Α
ο από παντού καλυμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατηρεφής «σκεπασμένος, καλυμμένος»].
Greek Monolingual
-ές, Α
ο από παντού καλυμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατηρεφής «σκεπασμένος, καλυμμένος»].