συλλάλημα

Revision as of 18:40, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ατος, τό, conversation, Hsch.s.v. συναιρήματα.

Greek (Liddell-Scott)

συλλάλημα: τό, τὸ λαλεῖν ὁμοῦ, ἢ ἐρώτημα, Ἡσύχ. ἐν λέξ. συναιρήματα· ― οὕτω συλλάλησις, ἡ, Φιλόδημ.· καὶ συλλαλία, ἡ, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

τὸ, Α συλλαλῶ
(κατά τον Ησύχ.) «συνδιάλεξις».

Greek Monolingual

τὸ, Α συλλαλῶ
(κατά τον Ησύχ.) «συνδιάλεξις».