συνακτός

Revision as of 18:55, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ή, όν, collected, ὕδωρ Porph.Abst.1.42.

Greek (Liddell-Scott)

συνακτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., συνηγμένος, ὕδωρ ὀλίγον συνακτόν, ἐάν τι δέξηται ῥυπαρόν, εὐθέως μιαίνεται Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 1. 42.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συνάγω
αυτός που έχει συναχθεί από διάφορα μέρη.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συνάγω
αυτός που έχει συναχθεί από διάφορα μέρη.