συνεργοπονέω
English (LSJ)
help in work or labour, ἡμῖν S.E.M.9.41.
Greek (Liddell-Scott)
συνεργοπονέω: βοηθῶ εἰς ἐργασίαν ἢ κοπῶδες ἔργον, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 41.
Russian (Dvoretsky)
συνεργοπονέω: сотрудничать, помогать (τινι Sext.).
help in work or labour, ἡμῖν S.E.M.9.41.
συνεργοπονέω: βοηθῶ εἰς ἐργασίαν ἢ κοπῶδες ἔργον, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 41.
συνεργοπονέω: сотрудничать, помогать (τινι Sext.).