σύμπασμα

Revision as of 19:25, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ατος, τό, powder for sprinkling, Sor.2.15,28, Cael.Aur. TP3.5.

German (Pape)

[Seite 985] τό, das Bestreu'te, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σύμπασμα: τό, κόνις πρὸς ἐπίπασιν, Cael. Aur. Chron. 3. 5. 7.

Greek Monolingual

τὸ, Α συμπάσσω
σκόνη για επίπαση, για πασπάλισμα.

Greek Monolingual

τὸ, Α συμπάσσω
σκόνη για επίπαση, για πασπάλισμα.