φρενοτέκτων

Revision as of 19:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, gen. ονος, building with the mind, ingenious, Ar.Ra.820 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1304] ονος, mit dem Verstande aufbauend, bereitend, Ar. Ran. 820.

Greek (Liddell-Scott)

φρενοτέκτων: -ον, ὁ ἐκ τῆς ἑαυτοῦ φρενὸς τεκταινόμενος καὶ συντιθείς, περὶ τοῦ Αἰσύλου, Ἀριστοφ. Βάτρ. 820.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui construit avec son esprit, ingénieux, inventeur.
Étymologie: φρήν, τέκτων.

Greek Monolingual

-ον, Α
κωμ. (για τον Αισχύλο) αυτός που έχει επινοηθεί από το ίδιο του το μυαλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + τέκτων (πρβλ. σιδηρο-τέκτων)].

Greek Monotonic

φρενοτέκτων: -ον, αυτός που δημιουργεί με το μυαλό, ιδιοφυής, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

φρενοτέκτων: 2, gen. ονος остроумный, изобретательный (ἀνήρ Arph.).

Middle Liddell

φρενο-τέκτων, ον,
building with the mind, ingenious, Ar.