ιδιοφυής
From LSJ
Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein
Greek Monolingual
-ές (Α ἰδιοφυής, -ές)
νεοελλ.
αυτός που έχει έμφυτη ικανότητα για εξαιρετική επίδοση σε κάτι
αρχ.
1. αυτός που έχει δική του, ξεχωριστή ποιότητα («ἰδιοφυεῖς σάλπιγγες», Διόδ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Τὰ ἰδιοφυῆ
τίτλος έργου του Αρχελάου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -φυης (< φύος, το), πρβλ. ευφυής, μεγαλοφυής].