χάνος
English (LSJ)
[ᾰ], εος, τό, mouth, Com.Adesp.1193.
German (Pape)
[Seite 1335] εος, τό, = χάσμα, Poll. 2, 97.
Greek (Liddell-Scott)
χάνος: -εος, τό, = χάσμημα, τὸ ἀνοικτὸν στόμα, Κωμικ. Ἀνών. 315.
Greek Monolingual
(I)
ο, Ν
βλ. χαν.
(II)
ο, Ν
ζωολ. βλ. χάννος.
(III)
-ους και -εος, τὸ, Α
το στόμα, ιδίως το ανοιχτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. χᾰν- του ρ. χαίνω (βλ. λ. χάσκω), κατά τα σιγμόληκτα ουδ.].