χαλκοτόρευτος

Revision as of 20:05, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, wrought of bronze, τρίαινα Orph.H.17.2.

German (Pape)

[Seite 1332] aus Erz od. Kupfer getrieben, geformt, Orph. H. 16, 2.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοτόρευτος: -ον, τορευθείς, κατασκευασθεὶς ἐκ χαλκοῦ, τρίαινα Ὀρφ. Ὕμν. 16. 2.

Greek Monolingual

-ον, Α
κατασκευασμένος από χαλκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -τόρευτος (< τορεύω), πρβλ. χρυσο-τόρευτος].