χειραφεσία

Revision as of 20:10, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ἡ, = emancipatio; χειρ-αφετέω, = emancipare; and χειρ-άφετος, = emancipatus, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

χειραφεσία: ἡ, τὸ χειραφετεῖν, Γλωσσ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ χειράφετος
χειραφέτηση
νεοελλ.
(νομ.) ειδική νομική πράξη με την οποία οι ανήλικοι αποκτούν διεύρυνση τών νόμιμων ορίων της δικαιοπρακτικής ικανότητάς τους.