χθονοτρεφής

Revision as of 20:10, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ές, bred from earth, ἐδανόν A.Ag.1407 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1355] ές, von der Erde, vom Lande genährt, Aesch. Ag. 1381.

Greek (Liddell-Scott)

χθονοτρεφής: -ές, ὁ ἐκ τῆς γῆς τραφεὶς ἢ τρεφόμενος, χθονοτρεφὲς ἐδανὸν ἢ ποτὸν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1407.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
nourri par la terre.
Étymologie: χθών, τρέφω.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που τρέφεται από τη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χθών, χθονός + -τρεφής (< τρέφω), πρβλ. ἀνεμο-τρεφής, ὑδατο-τρεφής].

Greek Monotonic

χθονοτρεφής: -ές (τρέφω), αυτός που τρέφεται από τη γη, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

χθονοτρεφής: произведенный землей, земной (ἐδανὸν ἢ ποτόν Aesch.).

Middle Liddell

χθονο-τρεφής, ές τρέφω
bred from earth, Aesch.