χελιδόνεως

Revision as of 20:15, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ω, ἡ, tree which bore the figs called χελιδόνια, Anon. (Androt., Phil., or Hegem.) ap.Ath. 3.75d, Choerob. in Theod.1.253 H. (v.l. χελιδώνεως).

Greek (Liddell-Scott)

χελῑδόνεως: -ω, ἡ, τὸ δένδρον τὸ παράγον τὰ σῦκα τὰ καλούμενα χελιδόνια παρ’ Ἀθην. 75D· ἐν τοῖς Α. Β. (1197) φέρεται ἐφθαρμένως, χελιδώνεως.

Greek Monolingual

-εω, ἡ, Α
ποικιλία συκιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χελιδών, -όνος + επίθημα -εως που απαντά και σε άλλες ονομασίες φυτών (πρβλ. κανθάρ-εως)].