χρήννυμι

Revision as of 20:15, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

and χρηννύω, v. χράω (B)B.

German (Pape)

[Seite 1374] = χράομαι, wahrscheinliche Lesart bei Theophr. char. 5.

Greek Monolingual

και χρηννύω Α
(πιθ. γρφ.) χρησιμοποιούμαι, χρῶμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τον αόρ. ἔχρησα του ρ. χρῶ (II), κατά το σχήμα ἐσκέδασα: σκεδά-ννυμι. Παρλλ. προς τον τ. χρήννυμι απαντά και τ. χρηννύω με μετάβαση στη θεματική κλίση].