μετάβαση

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237

Greek Monolingual

η (ΑM μετάβασις) μεταβαίνω
1. η αλλαγή θέσης, η μετατόπιση από μία θέση σε άλλη ή η μετακίνηση από έναν τόπο σε άλλο (α. «η μετάβαση από την Αθήνα στον Βόλο» β. «πάλιν εἰς Κόρινθον ἐξ Ἀθηνῶν μετάβασιν ἑαυτοῦ παρέβαλλε ταῖς βασιλέως ἔαρος μὲν ἐν Σούσοις», Πλούτ.)
2. η μετατροπή υφιστάμενων νόμων, πολιτεύματος ή εξουσίας (α. «η μετάβαση στον σοσιαλισμό» β. «ὅτι πολλάκις λανθάνει μεγάλη γινομένη μετάβασις τῶν νομίμων», Αριστοτ.)
3. (στον λόγο) η μεταπήδηση από το ένα θέμα στο άλλο ή από την εισαγωγή στο κύριο θέμα
μσν.-αρχ.
η εναλλαγή τών ποδιών κατά το βάδισμα ή κατά τον χορό
αρχ.
1. μεταλλαγή, μεταβολή, μετατροπή από ποιότητα σε ποιότητα», Σωρ.)
2. (στην τραγωδία) η εξέλιξη από ένα επεισόδιο σε άλλο
3. η μεταβολή της κατάστασης σε ένα δράμα
4. η διαδικασία εξαγωγής συμπεράσματος κατ' αναλογίαν.