χρωματουργός

Revision as of 20:20, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ὁ, dyer, Rhetor. ib.8(4).137.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
τεχνίτης ή βιομήχανος που παρασκευάζει χρώματα, βαφές
αρχ.
αυτός που χρωματίζει κάτι, βαφέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμα, -ατος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. θαυματ-ουργός].