Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
χρωματουργός
Revision as of 20:20, 23 August 2022 by Spiros(talk | contribs)(Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
ο, ΝΑ νεοελλ. τεχνίτης ή βιομήχανος που παρασκευάζει χρώματα, βαφές αρχ. αυτός που χρωματίζει κάτι, βαφέας. [ΕΤΥΜΟΛ.<χρώμα, -ατος+ -ουργός (<ἔργον), πρβλ. θαυματ-ουργός].