ψακάδιον

Revision as of 20:25, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

later ψεκάδιον, τό, Dim. of ψακάς, drizzle, Polioch.2.5, Thphr.CP2.9.3.

German (Pape)

[Seite 1390] τό, dim. von ψακάς, Tröpfchen; bes. Staubregen, Theophr.; ψακαδίου γενομένου Polioch. bei Ath. II, 60 b.

Greek (Liddell-Scott)

ψᾰκάδιον: μεταγεν. ψεκάδιον, τό, ὑποκορ. τοῦ ψακάς, λεπτὴ βροχή, «ψηχάλα», καὶ κοχλίας γενομένου ψακαδίου ἠγρεύετ’ ἂν Πολίοχος ἐν Ἀδήλ. 1. 5, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2. 9, 3.

Greek Monolingual

και μτγν. τ. ψεκάδιον, τὸ, Α ψακάς / ψεκάς, -άδος]
υποκορ. ψιχάλα.