ψίλωμα

Revision as of 20:35, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ατος, τό, bone laid bare of flesh, ἀφικέσθαι ἐς ὀστέων ψιλώματα Hp.Art.69, cf. Epid.3.4.

German (Pape)

[Seite 1400] τό, eine von Haaren entblößte Stelle, ein bloß liegender, von Fleisch entblößter Knochen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ψίλωμα: [ῑ], τό, ὀστοῦν γυμνωθὲν τῶν σαρκῶν, ἀφικέσθαι ἐς ψ. ὀστέων Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 832, πρβλ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1083.

Greek Monolingual

-ώματος, τὸ, Α ψιλῶ
1. σημείο του σώματος απογυμνωμένο από τρίχες
2. (ειδικά) οστό απογυμνωμένο από σάρκες.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψίλωμα -ατος, τό [ψιλόω] ontvlezing.