βιαιοθάνατος
English (LSJ)
[θᾰ], ον, dying a violent death, most freq. of suicides, Vett.Val.74.29, Paul.Al.M.2, Olymp. in Phd.p.243 N., PMag.Par.1.1950, Suid. s.v. κυνήγιον.—Freq. written βιοθάνατος.
German (Pape)
[Seite 444] eines gewaltsamen Todes sterbend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
βιαιοθάνᾰτος: -ον, ὁ ἀποθνήσκων βίαιον θάνατον, Α. Β. 1354, Λοβ. Φρύν. 642 κἑξ.· λέξις μεταγεν. συχνάκις διαφθειρομένη εἰς βιοθάνατος ἢ βιοθανής, ἴδε Δουκάγγ.
Spanish (DGE)
-ον
destinado a una muerte violenta frec. de suicidas, Vett.Val.63.26, 117.27, 119.1, Paul.Al.46.23, Dam.in Phd.243; cf. βιαθάνατος, βιοθάνατος.
Greek Monolingual
βιαιοθάνατος και βιοθάνατος, -ον (Α)
αυτός που πέθανε με βίαιο θάνατο.