βραδύκαρπος
English (LSJ)
ον, late-fruiting, Thphr.CP5.17.6.
German (Pape)
[Seite 461] langsam, spät Früchte bringend, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰδύκαρπος: -ον, ὀψίκαρπος, ἀργὰ καρποφορῶν, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 5. 17, 6.
Spanish (DGE)
-ον de fruto tardío Thphr.CP 5.17.6.
Greek Monolingual
βραδύκαρπος, -ον (Α)
(για φυτά) αυτός που αργεί να ωριμάσει τους καρπούς του.