βραδύκαρπος

From LSJ

τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρᾰδῠκαρπος Medium diacritics: βραδύκαρπος Low diacritics: βραδύκαρπος Capitals: ΒΡΑΔΥΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: bradýkarpos Transliteration B: bradykarpos Transliteration C: vradykarpos Beta Code: bradu/karpos

English (LSJ)

βραδύκαρπον, late-fruiting, Thphr. CP 5.17.6.

Spanish (DGE)

-ον de fruto tardío Thphr.CP 5.17.6.

German (Pape)

[Seite 461] langsam, spät Früchte bringend, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰδύκαρπος: -ον, ὀψίκαρπος, ἀργὰ καρποφορῶν, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 5. 17, 6.

Greek Monolingual

βραδύκαρπος, -ον (Α)
(για φυτά) αυτός που αργεί να ωριμάσει τους καρπούς του.