βρώμη

Revision as of 21:15, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

, (βιβρώσκω) = βρῶμα, Od.10.460, Nic.Al.499, A.R.3.1058, Opp.C.2.352.

German (Pape)

[Seite 467] ἡ, Speise, Hom. fünfmal, Odyss. 10, 177. 379. 460. 12, 23. 302. – Sp. D., z. B. Opp. Cyn. 2, 352.

Greek (Liddell-Scott)

βρώμη: ἡ, (βιβρώσκω) = βρῶμα, τροφή, Ὀδ. Κ. 460, Ὀππ. Κ. 2. 352.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
nourriture.
Étymologie: βιβρώσκω.

English (Autenrieth)

ης (βιβρώσκω): food. (Od.)

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
comida μνησόμεθα βρώμης Od.10.177, cf. h.Cer.394, τὴν κοιλίην ἐλινύειν ἐκ πλήθεος βρώμης Hp.Acut.47, καρχάλεοι κύνες ὥς τε περὶ βρώμης A.R.3.1058, cf. Q.S.8.389, 10.20, Marc.Sid.53, op. la bebida ἐσθίετε βρώμην καὶ πίνετε οἶνον Od.10.460, 12.23, 302, op. ποτής Od.10.379, cf. Nic.Al.499, Opp.C.2.352.

Greek Monolingual

(I)
βρώμη, η (Α) βιβρώσκω
το βρώμα, η τροφή.
(II)
η
βλ. βρόμη.

Greek Monotonic

βρώμη: ἡ (βι-βρώσκω) = βρῶμα, φαγητό, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

βρώμη: ἡ Hom. = βρῶμα.

Middle Liddell

= βρῶμα,] βιβρώσκω
food, Od.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βρώμη -ης, ἡ βιβρώσκω voedsel, eten.