γεηπόνος

Revision as of 21:30, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

γεηπονικός, γεηπονία, ἡ, v. γεωπόνος.

German (Pape)

[Seite 478] = γεωπόνος, Luc. Philopatr. 4.

Greek (Liddell-Scott)

γεηπόνος: γεηπονικός, γεηπονία, ἡ, ἴδε ἐν λ. γεωπ-.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
cultivateur.
Étymologie: γῆ, πένομαι.

Spanish (DGE)

v. γεωπόνος.

Greek Monotonic

γεηπόνος: -ον = γεω-πόνος, σε Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

γεηπόνος: ὁ Luc. = γεωπόνος.