γητομέω
English (LSJ)
cleave the ground, A.R.2.1005, Lyc.268.
Greek (Liddell-Scott)
γητομέω: κατακόπτω τὴν γῆν, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1005, Λυκόφρ. 263, πρβλ. γατόμος.
cleave the ground, A.R.2.1005, Lyc.268.
γητομέω: κατακόπτω τὴν γῆν, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1005, Λυκόφρ. 263, πρβλ. γατόμος.