δασυπόδειος
English (LSJ)
α, ον, of a hare: τὸ δ. the species hare, Arist.HA574b13.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰσῠπόδειος: -ον, ἐπὶ λαγωοῦ, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 20, 6.
Spanish (DGE)
-ον
leporino, propio de una liebre, γάλα Arist.HA 574b13.
Greek Monolingual
δασυπόδειος, -α, -ον (Α)
όποιος ανήκει ή αναφέρεται στον δασύποδα, στον λαγό («γάλα δασυπόδειον»).