δευτερόφωνος
English (LSJ)
ον, speaking after one, of Echo, Nonn.D.2.119.
German (Pape)
[Seite 554] ἠχώ, zum zweiten, nachtönend, Nonn. D. 2, 119.
Greek (Liddell-Scott)
δευτερόφωνος: -ον, ὁ φωνῶν μετά τινα, ἐπὶ τῆς ἠχοῦς, Νόνν. Δ. 2 119.
Spanish (DGE)
-ον que suena por segunda vez Ἠχώ Nonn.D.2.119.
Greek Monolingual
δευτερόφωνος, -ον (Α)
(για την ηχώ) αυτός που μιλάει μετά από κάποιον άλλο.