δημιουργεῖον
English (LSJ)
τό, work-place, App.Pun.93.
German (Pape)
[Seite 562] τό, Werkstätte, App. Pun. 93.
Greek (Liddell-Scott)
δημιουργεῖον: τό, ἐργαστήριον, Ἀππ. Καρχ. 93.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): δαμιορ- IM 56.34 (Cnido III/II a.C.), IKnidos 606.7 (I a.C.), 59.7 (I d.C.); δαμιουρ- FD 4.98.3 (II d.C.)
I taller, lugar de trabajo δημιουργεῖα μὲν τὰ δημόσια τεμένη ... ἐγένετο App.Pun.93, cf. EM 265.42G.
•esp. fragua Hsch.
II admin.
1 lugar de reunión del colegio de demiurgos en Cnido εἶμεν δὲ καὶ αὐτῷ σίτησιν ἐν δᾱμιοργείῳ ἇς κα ζώῃ IKnidos 606.7 (I a.C.), cf. IM l.c., IKnidos 59.7 (I d.C.).
2 asamblea de los demiurgos delfios en imper. ἐν ἐννόμῳ δαμιουργίῳ FD l.c.
Greek Monolingual
δημιουργεῑον, το (Α) δημιουργός
το εργαστήριο.