διαυχενίζομαι

Revision as of 22:30, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

hold the neck erect, Eun.Hist.pp.263,272 D.

German (Pape)

[Seite 609] den Nacken zurückwerfen, eigtl. von Pferden, u. übertr., sich brüsten; Suid.; Poll. 1, 218.

Greek (Liddell-Scott)

διαυχενίζομαι: ἀποθ., ὑψῶ τὸν αὐχένα, γαυριῶ, se rengorger, Πολυδ. Α΄, 218, Εὐνάπ. παρὰ Σουΐδ.

Spanish (DGE)

1 intr. enderezar el cuello διηυχενίζετο πρὸς τὸν ... Λέοντα Eun.Hist.67.7
fig. aspirar a πρὸς τὸ ἀγέρωχον ... καὶ φιλοκίνδυνον Eun.Hist.78.1.
2 tr. enderezar, arreglar ἕτερα δὲ οὐ πολύ τι μείω ἀνωρθοῦτο καὶ διηυχενίζετο Eun.Hist.78.2.

Greek Monolingual

διαυχενίζομαι (Α)
1. (για άλογα) υψώνω τον αυχένα
2. (για ανθρ.) υπερηφανεύομαι, κομπάζω.