θαμυρίζω
English (LSJ)
assemble, Hsch.; take part in a meeting, θαμυριδδόντων [τῶν δεῖνα] BCH50.401 (Thespiae); θάμῠρις, ἡ, assembly, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1186] erkl. Hesych. ἀθροίζω.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰμῠρίζω: ζῷα, ἀθροίζω, συνάγω, καὶ θάμῠρις, ἡ, πανήγυρις, σύνοδος ἢ πυκνότης τινῶν, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
θαμυρίζω (Α) Θάμυρις
1. συναθροίζω, συγκεντρώνω
2. συμμετέχω σε συνάθροιση.