συνάθροιση
From LSJ
Τἀληθὲς ἀνθρώποισιν οὐχ εὑρίσκεται → Non invenitur veritas ab hominibus → Die Menschen finden das, was wahr ist, nicht heraus
Greek Monolingual
η / συνάθροισις, -οίσεως, ΝΜΑ συναθροίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συναθροίζω, συγκέντρωση, σύναξη
νεοελλ.
1. οικολ. ομαδοποίηση ατόμων ενός και του ίδιου είδους σε έναν περιορισμένο βιότοπο
2. φρ. «δημόσια συνάθροιση»
(ποιν. δίκ.) συνάθροιση ο τόπος της οποίας είναι ελεύθερα προσπελάσιμος από αυτούς που το επιθυμούν.