συνάθροιση

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451

Greek Monolingual

η / συνάθροισις, -οίσεως, ΝΜΑ συναθροίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συναθροίζω, συγκέντρωση, σύναξη
νεοελλ.
1. οικολ. ομαδοποίηση ατόμων ενός και του ίδιου είδους σε έναν περιορισμένο βιότοπο
2. φρ. «δημόσια συνάθροιση»
(ποιν. δίκ.) συνάθροιση ο τόπος της οποίας είναι ελεύθερα προσπελάσιμος από αυτούς που το επιθυμούν.