κακοπρόσωπος

Revision as of 00:25, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, ugly-faced, Posidipp.43, Plu.2.1058a; τὸ κακοπρόσωπον Xenocr. ap. Stob.4.40.24.

German (Pape)

[Seite 1302] mit häßlichem Angesicht, Posidipp. in B. A. 104, 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
laid de visage, difforme.
Étymologie: κακός, πρόσωπον.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κακοπρόσωπος, -ον)
αυτός που έχει άσχημο πρόσωπο, άσχημος, δύσμορφος
νεοελλ.
(για κτήρια) αυτός που έχει άσχημη πρόσοψη.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοπρόσωπος: некрасивый лицом (δύσμορφος καὶ κ. Plut.).