καρτάλαμον
English (LSJ)
τό, = περίζωμα, Lyd.Mag.2.13:—Dim. καρρ-άμιον, τό, = fiscella, Gloss.
Greek Monolingual
καρτάλαμον, τὸ (Α)
περίζωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολ. της λ. βλ. κάρταλ(λ)ος].
τό, = περίζωμα, Lyd.Mag.2.13:—Dim. καρρ-άμιον, τό, = fiscella, Gloss.
καρτάλαμον, τὸ (Α)
περίζωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολ. της λ. βλ. κάρταλ(λ)ος].