καρδικός
English (LSJ)
ή, όν, heart-shaped(?), PMag.Berol.2.68.
Greek Monolingual
καρδικός, -ή, -όν (Α) καρδία
πάπ. αυτός που έχει σχήμα καρδιάς, καρδιόσχημος.
ή, όν, heart-shaped(?), PMag.Berol.2.68.
καρδικός, -ή, -όν (Α) καρδία
πάπ. αυτός που έχει σχήμα καρδιάς, καρδιόσχημος.