καρδικός

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρδικός Medium diacritics: καρδικός Low diacritics: καρδικός Capitals: ΚΑΡΔΙΚΟΣ
Transliteration A: kardikós Transliteration B: kardikos Transliteration C: kardikos Beta Code: kardiko/s

English (LSJ)

καρδική, καρδικόν, heart-shaped(?), PMag.Berol.2.68.

Greek Monolingual

καρδικός, -ή, -όν (Α) καρδία
πάπ. αυτός που έχει σχήμα καρδιάς, καρδιόσχημος.