κατάπικρος

Revision as of 00:45, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, very bitter, τῇ ψυχῇ LXX 2 Ki.17.8, cf. Sm.Jb.6.3; Χολή PLeid.X.62.

German (Pape)

[Seite 1369] sehr bitter, herb, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

κατάπικρος: -ον, λίαν πικρός, λόγοι κατάπικροι τῇ ψυχῇ Ἑβδ. (Ἰὼβ Ϛ', 3).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κατάπικρος, -ον)
(επιτ. τ. του πικρός) πολύ πικρός
αρχ.
μτφ. καταλυπημένος, καταπικραμένος.