κατηναγκασμένως

Revision as of 01:30, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

Adv.pf.part.Pass., (καταναγκάζω) of necessity, D.S.15.50, Demetr.Lac.Herc.1012.45, Diog.Oen.33, Alex.Aphr.Fat. 181.23.

German (Pape)

[Seite 1401] gezwungen, D. Sic. 15, 50 u. a. Sp., von καταναγκάζω.

Greek (Liddell-Scott)

κατηναγκασμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., ἐξ ἀνάγκης, κατ’ ἀνάγκην, Διόδ. 15. 50.

Greek Monolingual

κατηναγκασμένως (Α)
επίρρ. κατ' ανάγκη, εξ ανάγκης, κατά ανωτέρα επιβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. κατηναγκασμένος του ρ. καταναγκάζομαι].

Russian (Dvoretsky)

κατηναγκασμένως: adv. по принуждению, в силу необходимости, поневоле Diod.