κερδία

Revision as of 01:40, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ἡ, greed of gain, Phot.

German (Pape)

[Seite 1423] ἡ, = φιλοκερδία, Phot. 156, 25.

Greek (Liddell-Scott)

κερδία: ἡ, = φιλοκερδία, Ἡσύχ. (ἔνθα κερδέα) καὶ Φώτ. ὡσαύτως κερδεία, = ἀλωπεκία, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κερδία, ἡ (Α) κέρδος
(κατά τον Φώτ.) απληστία για κέρδος, φιλοκέρδεια.