κηρόχρως
English (LSJ)
ωτος, ὁ, ἡ, wax-coloured, κόμαι Chaerem.1.5 (fort. κιρρό-, q.v.).
German (Pape)
[Seite 1434] ωτος, wachsfarbig, κόμαι Chaerem. bei Ath. XIII, 608 d.
Greek (Liddell-Scott)
κηρόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ κηροῦ, Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 608D.