κοσκινόγυρος

Revision as of 02:08, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ὁ, = τηλία, Sch.Ar.Pl.1038.

Greek (Liddell-Scott)

κοσκῐνόγῡρος: ὁ, = τηλία, δηλ. ἡ περιφέρεια τοῦ κοσκίνου, Γλωσσ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1038.

Greek Monolingual

ο (ΑM κοσκινόγυρος)
η κυκλική ξύλινη πλευρά του κόσκινου
μσν.
ως επίθ. κοσκινόγυρος, -ον
αυτός που έχει περιφέρεια κόσκινου.